δερμόνι

δερμόνι
το
μεγάλο κόσκινο για σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (κατάλ.) -ονι. Η ετυμολ. σύνδεση τής λ. με το αρχ. δρόμων «γρήγορο καράβι» δεν φαίνεται πολύ πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δερμόνι — το μεγάλο δερμάτινο κόσκινο που χρησιμοποιείται στο κοσκίνισμα των σιτηρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδερμόνιστος — η, ο [δερμονίζω] αυτός που δεν δερμονίστηκε, που δεν κοσκινίστηκε με δερμόνι (αραιό κόσκινο) …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • dârmon — DÂRMÓN, dârmoane, s.n. Ciur cu găuri mari pentru cernut seminţele (de cereale). ♦ Conţinutul unui astfel de ciur. – Din ngr. dromóni, bg. dărmon. Trimis de hai, 12.05.2004. Sursa: DEX 98  dârmón s. n., pl. dârmoáne Trimis de siveco, 10.08.2004.… …   Dicționar Român

  • δερμονίζω — δερμόνισα, κοσκινίζω με δερμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”